-
1 ἐπι-λαμβάνω
ἐπι-λαμβάνω (s. λαμβάνω), dazu nehmen, noch dazu bekommen; τὸν ϑεὸν ἐπηρώτων, εἰ τὰς Ἀϑήνας ἐπιλήψονται Lycurg. 84, d. i. ob sie Athen noch zu ihrem Lande hinzufügen, es erobern würden; ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἐπέλαβεν ὀκτώ Arist. pol. 1, 11; ἔϑος Ῥωμαίοις τοὺς ϑετοὺς τὰ τῶν ϑεμένων ὀνόματα ἐπιλαμβάνειν, dazu annehmen, App. B. C. 3, 14; οἰνάριον, etwas Wein zu sich nehmen, Plut. Cat. mai. 1. – Bei Paus. 9, 14, 5, τεϑνάναι δ' ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς, wenn Einer von seinem Amte noch dazu nahm, d. i. es über die gesetzmäßige Zeit hinaus verwaltete. – Dah. πολὺν χῶρον, vielen Raum zusammenfassen, ihn schnell durchlaufen, Theocr. 13, 65; übertr., την χρηστότητα τῆς δικαιοσύνης πλατύτερον τόπον ὁρῶμεν ἐπιλαμβάνουσαν, eine weitere Ausdehnung haben, Plut. Cat. mai. 5. – Vgl. ἔϑαπτον ὁπόσους ἐπελάμβανε τὸ κέρας, soweit die Flanke des Heeres reichte u. die Todten umfaßte, Xen. An. 6, 3, 5. – Uebh. Etwas einnehmen, von der Zeit, überfallen, überraschen, ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Plat. Epin. 974 a; μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι Thuc. 4, 27; νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον, die Nacht unterbrach die Arbeit, 4, 96; Sp., wie D. Hal. 2, 54, εἰ μὴ νὺξ ἐπιλαμβάνοι τὴν ἔριν 7, 16; intr., unmittelbar darauf folgen, Theophr. u. a. Sp., νυκτὸς ἐπιλαβούσης, bei Einbruch der Nacht, D. Sic.; ἐπιλαβόντος τοῦ πολέμου Paus. 1, 40, 3. Von Krankheiten, befallen, Hippocr.; ἐπιλαβὼν λοιμός τε τὸν στρατὸν καὶ δυςεντερίη διέφϑειρε Her. 8, 115; δὶς γὰρ τὸν αὐτὸν οὐκ ἐπελάμβανε, die Pest ergriff denselben Menschen nicht zweimal, Thuc. 2, 51; Arist. H. A. 8, 21; pass., τοιᾷδ' ἐπείληπται νόσῳ Soph. Ant. 728; absol. ἐπιλαμβάνεσϑαι, von einer Kran Kheit ergriffen, gelähmt werden, Arist. H. A. 3, 3; ἐπιληφϑεὶς τὴν αἴσϑησιν, der Sinne beraubt, Plut. Flam. 6; – feindlich angreifen, οἱ πολέμιοι ἐπιλαμβάνουσιν Luc. Navig. 36; – err eich en, erleben, ἔτη δὲ Χρυσὶς τοῦ πολέμου ἐπέλαβεν ὀκτώ Thuc. 4, 133; φυλλοβολεῖ τὸ μὲν ϑᾶττον, τὸ δὲ βραδύτερον ὥστε καὶ τοῦ χειμῶνος ἐπιλαβεῖν, daß es noch bis in den Winter hineinreicht, Theophr., öfter; vgl. Plut. Mar. 46; – zurückhalten, hemmen, τὴν ῥῖνα, die Nase zuhalten, Ar. Plut. 703, wie τοὺς μυκτῆρας Galen.; vgl. ἐπιλαβόντες τὸ κλύσμα τῆς όπίσω ὁδοῦ, an dem Ausweg hindern, Her. 2, 87, wie τοὺς αὐλίσκους Pol. 10, 44, 12; so ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, vor Gericht, halte die Wasseruhr an, Is. 2, 34 Lys. 23, 4 u. A., denn in der Zeit, wo Zeugenaussagen u. andere Aktenstücke vorgelesen wurden, mußte die Wasseruhr angehalten werden, damit dem Redner diese Zeit nicht angerechnet wurde, vgl. Meier u. Schömann Att. Proc. S. 717. – Med. sich an Etwas festhalten, ergreifen, τῶν ἀφλάστων νηός Her. 6, 114; Thuc. 4, 14; αὐτοῦ τῆς ἴτυος Xen. An. 4, 7, 12; καί μου ἀνισταμένου ἐπιλαμβάνεται Καλλίας τῆς χειρὸς τῇ δεξιᾷ Plat. Prot. 335 c; ἐπειδάν σου ἐπιλαβόμενος ἄγῃ Gorg. 527 a, wie 519 a; τῆς ἐρημίας ἐπειλημμένοι Dem. 3, 27; ἐπειλημμένος τῆς χλανίδος Luc. Nav. 5; bes. Etwas als sein Eigenthum (durch Handanlegen) in Anspruch nehmen, ὅπως μηδεὶς ἰδιώτης μηδὲν τῶν τῆς πόλεως μήτ' οἰκοδομήμασι μήτ' ὀρύγμασιν ἐπιλήψεται Plat. Legg. VI, 779 c, sich aneignen; vgl. XII, 954 d; Lys. 3, 17, wie ἐπελάβετο τῶν παίδων ἐξαγομένων Dem. 33, 13; ἀπάξειν ἐς τὸ δεσμωτήριον ἐπιλαβόμενος τῶν τριχῶν Aesch. 3, 150; seltener mit dem acc., wie N. T. – Von Krankheiten, ἱππομανία τινός Luc. Nigr. 29; – feindlich angreifen, ἐπελάβοντο Κορινϑίων ἀναχωρούντων Xen. Hell. 4, 2, 22, öfter; τῶν ὀρῶν Plut. Anton. 41; – προφάσιος, einen Vorwand ergreifen, Her. 3, 36; – λογισμῷ, begreifen, Plat. Phaed. 79 a. – Beim Disputiren, einwenden, widerlegen, ἀκούων ἐπιλαμβάνου, ἐάν τί σοι δοκῶ μὴ καλῶς λέγειν Plat. Gorg. 506 b; ἐάν τι μὴ ἀληϑὲς λέγω, μεταξὺ ἐπιλαβοῦ Conv. 214 e; τοῦ ψηφίσματος Xen. Hell. 2, 1, 32 u. sonst geradezu = tadeln, schelten, Isocr. u. Folgde; αὑτοῦ, sich Vorwürfe machen, Plut. – An Etwas gehen, es unternehmen, τῇ εὐχῇ Luc. Nav. 17; gew. gen., πράξεων μεγάλων Plut. Mar. 7; bes. auch im Gespräch berühren, behandeln, ἄλλης ἐπιλαμβάνει πολι τείας, πρὶν ταῦτα ἱκανῶς διελέσϑαι Plat. Rep. V, 449 d; λόγων Soph. 217 b; οὗ καὶ νῦν δὴ ἐπελαβόμεϑα ἐν τῇ ἀποκρίσει Lys. 293 e. – Etwas erreichen, erlangen, meist durch Zufall, γαλήνης Plat. Polit. 273 a; ἐξουσίας Rep. II, 360 d; δόξης Epin. 978 b; ἐρημίας, ἀτελείας, Dem. 13, 17. 20, 24. – Daher auch wie oben das act., εἰ ἐπιλάβοιτο ὁ χειμών, wenn der Winter kommt, Alciphr. 1, 1.
-
2 σφραγίζω
A close or enclose with a seal, σφραγίζεις λύεις τ' ὀπίσω.. πεύκην ( = δέλτον) E.IA38 (anap.);ταβέλλας PHamb. 29.23
(i A.D.);τὸ σιτάριον BGU249.21
(i A.D.):—[voice] Med.,τὸν θησαυρόν PAmh.2.41.7
(ii B.C.);μόνη δὲ κλῇθρ' ἐγὼ σφραγίζομαι E.Fr.781.10
;- ισάμενος τὸν ναὸν ἐκέλευσε σφραγίσαι τῷ τοῦ βασιλέως δακτυλίῳ LXX Bel.14
; [τὸ ταμιεῖον] -ισάμενος εἴσω τὸν δακτύλιον διὰ τῆς ὀπῆς ἐρρίπτει D.L.4.59
; δεῖγμα σφραγισάσθω let him seal up with his seal a sample (of the corn), PHib.1.39.15 (iii B.C.):—[voice] Pass.,ἐν ᾧ [δώματι] κεραυνός ἐστιν ἐσφραγισμένος A.Eu. 828
;ἐσφράγισται ἐν τοῖς θησαυροῖς μου LXX De.32.34
; οὐ δύναμαι ἀναγνῶναι [τὸ βιβλίον]· ἐσφράγισται γάρ ib.Is.29.11;θυλάκιον ἐσφραγισμένον PCair.Zen.69.6
(iii B.C.);ἐσφραγίσθη γῇ λευκῇ POxy.929.13
(ii/iii A.D.).2 authenticate a document with a seal, IG9(1).61.78,95 (Daulis, ii B.C.):—[voice] Med., ib. 61.41; ἵνα μὴ κυριεύσας (sc. τῆς σφραγῖδος)κοινὴν ἐπιστολὴν κατὰ πάντων γράψας σφραγίσηται αὐτῇ τῇ σφραγῖδι PHib.1.72.19
(iii B.C.);ἐξαποστεῖλαι εἰς Ῥόδον τοῦδε τοῦ ψηφίσματος ἀντίγραφον, σφραγισαμένους τῇ δημοσίᾳ σφραγῖδι IG12(5).833.14
(Tenos, ii B.C.), cf. 835.31, al., 11(4).1065b28 (Delos(?), ii B.C.);τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον LXX Je.39(32).11
;τὴν παρὰ τοῦ βασιλέως διὰ τῆς θυρίδος ἐσφραγισμένην.. < ἔντευξιν> UPZ53.5
(ii B.C.).3 certify an object after examination by attaching a seal (cf. Hdt.2.38),μέτροις.. ἐξητασμένοις καὶ ἐσφραγισμένοις ὑπὸ τοῦ οἰκονόμου PRev.Laws 25.10
(iii B.C.); ἐπεθεώρησα μόσχον ἕνα.. καὶ δοκιμάσας ἐσφράγισα ὡς ἔστιν καθαρός Wilcken Chr.89.5 (ii A.D.); cf.σφραγίς 11.1
.4 [voice] Med., seal an article to show that it is pledged, ἐγγύην ς. Plu.Pomp. 5, Arr.Epict.2.13.7: abs., make an impression with a seal for any purpose,καθάπερ οἱ σφραγιζόμενοι τοῖς δακτυλίοις Arist.Mem. 450a32
.II metaph. senses:1 close up as if with a seal, in [voice] Pass., ἐσφραγισμένην ἀκριβῶς οὐλήν a fully closed cicatrix, Gal.12.215:— [voice] Med., οὓς.. ἀφθόγγων στομάτων σφρηγίσσατο δεσμῷ, i.e. made them mute, Nonn.D.26.261.2 accredit as an envoy, etc., τινα Ev.Jo. 6.27:—[voice] Med.,ὁ χρίσας ἡμᾶς θεός, καὶ -ισάμενος ἡμᾶς 2 Ep.Cor.1.22
.3 set a seal of approval upon, confirm, AP9.236 (Loll.);σ. ὅτι.. Ev.Jo.3.33
:—freq. in [voice] Med.,σ. ποιητικαῖς φωναῖς S.E.M.1.271
; σ. αὐτοῖς τὸν καρπόν assure them of it, Ep.Rom.15.28.4 generally, mark, ψάμμος.. νῶτον οὐκ ἐσφράγισεν the sand never marked his back, i.e. he never fell in the sand, APl.3.25 (Phil.); δεινοῖς.. σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι, of wounded persons, E.IT 1372; σφραγιζομένη γελασίνοις marked with dimples, AP5.34 (Rufin.);καμήλους ἐσφραγισμένας εἰς τὸν δεξιὸν μηρὸν νῦ καὶ ἦτα BGU87.12
,26 (ii A.D.).5 set an end or limit to,σφραγίσαι ἁμαρτίας Thd.Da. 9.24
(σπανίσαι LXX
):—[voice] Med.,Ῥώμην ἀνερχομένῳ σφράγισαι ἠελίῳ AP 9.297
(Antip.); πάντα δι' ἀλλήλων ὁ πολὺς σφραγίζεται αἰών, i.e. the death of one creature is the birth of another, Archelaus ap.Antig. Mir.89.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφραγίζω
-
3 ἐπιλαμβάνω
A take or get besides,ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἑκατόν Arist.Pol. 1259a28
: c. gen. partit., ἐ. τοῦ χρόνου take a little more time, M.Ant.1.17;τῆς ἀρχῆς Paus.9.14.5
.2. simply, take, receive, PEleph.10.1 (iii B.C.), OGI179.18 (Egypt, i B.C.), etc.II. lay hold of, seize, attack, as a disease, Hdt.8.115, Hp.Aph.6.51, Th.2.51; of an enemy, Luc.Nav.36:—[voice] Pass.,ἐπείληπται νόσῳ S.Ant. 732
; τὴν αἴσθησιν ἐπιληφθείς becoming unconscious, Plu.Flam.6; ἐπελήφθη had an epileptic fit, Gal.11.859.b. of events, overtake, surprise, μὴ..χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι Th.4.27
; νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον ib. 96;ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Pl.Epin. 974a
: impers., ἐπιλαμβάνει, c. acc. et inf., it befalls one that.., Paus.6.22.4, 7.21.1.2. attain to, come within reach of, reach, X.An.6.5.6; ἔτη ὀκτὼ ἐ. πολέμου live over eight years, Th.4.133;ἡμέρας ἑπτακαίδεκα τῆς ἑβδόμης ὑπατείας Plu.Mar. 46
: c. gen. partit., ἐ. τετάρτου μηνός arrive at, of the foetus, Arist.HA 583b22 (but ἐ. τοῦ ἑνδεκάτου μηνός, of the mother, ib. 584a37); ὥστε καὶ τοῦ χειμῶνος ἐ. Thphr.HP1.9.6.3. seize, stop, esp. by pressure, ;ἐ. τὸ κλύσμα τῆς ὀπίσω ὁδοῦ Hdt.2.87
; ἐ. τὸ ὕδωρ stop the water-clock in court, Lys.23.4, Is.3.76;τὸν αὐλίσκον Arist.Ath.67.3
, cf. Pr. 866b13, Plb.10.44.12;τὸ στόμα τοῖς ἐπικαλύμμασιν Arist.HA 527b21
.4. occupy space, μηδὲν τῶν τῆς πόλεως.. οἰκοδομήμασι ἐ. Pl.Lg. 779c ([voice] Med.);πλείω τόπον Arist. Cael. 305b19
;πλατύτερον τόπον Plu.Cat.Ma.5
: metaph., πολὺν χῶρον ἐ. get over much ground, traverse it rapidly, Theoc.13.65.5. c. gen., undertake, τῆς κινήσεως, τῆς νήξεως, Ael.NA5.18, 13.19.7. intr., succeed, follow, Arist.Pr. 860a7.8. of food or drink, take extra,οἰνάριον Plu.Cat.Ma.1
; take after other food, Dsc.2.112.III. [voice] Med. (with [tense] pf.ἐπείλημμαι Pl.Cra. 396d
, D.3.27), hold oneself on by, lay hold of, c. gen.,τῶν νεῶν Hdt.6.113
, Th.4.14, etc.;τῶν ἀφλάστων νεός Hdt. 6.114
; τῶν ἐπισπαστήρων ib.91;τῆς ἴτυος X.An.4.7.12
;τῶν ἁμαξῶν Plu.Oth.3
; ὅτου ἐπιλάβοιτο τὰ δρέπανα whomsoever the scythes caught, X.Cyr.7.1.31; ;ἐπιλαβόμενός [τινος] τῇ χειρί D. 21.60
; τῶν τριχῶν by the hair, Aeschin.3.150; μὴ 'πιλαμβάνου hold me not! E.Ph. 896.2. attack.τινός X.HG4.2.22
; esp. with words, Pl.Phdr. 236b; of things, τῆς θερμασίας πόρων -ομένης Epieur.Ep.2p.52U.; of diseases, Luc.Nigr.29.3. make a seizure of, arrest,τῶν παίδων D.33.9
; seize goods in default of payment, Id.21.133.b. lay hands on in assertion of a claim, Pl.Lg. 954c, POxy.1707.15 (iii A.D.), etc.4. lay hold of, get, obtain, προστάτεω a chief, Hdt.1.127;προφάσιος ἔς τινα Id.3.36
, cf. 6.49;δυνάμιος Id.9.09
; ; ἐξουσίας, γαλήνης, Pl.R. 360d, Plt. 273a, cf. PTeb.48.20 (ii B.C.), etc.; ἐ. λογισμῷ, Lat. ratione assequi, Pl.Phd. 79a.5. of Place, reach, ;τῶν ὀρῶν Plu.Ant.41
: metaph., of a state or condition, ἐρημίας ἐπειλημμένοι having found an empty field, i.e. an absence of all competitors, D.3.27, cf. Arist.Pol. 1305b16.6. attempt,πράξεων μεγάλων Plu.Mar.7
.8. take up, interrupt in speaking, Id.Grg. 506b, Smp. 214e; object to,τοῦ ψηφίσματος X.HG2.1.32
; ἐ. ὅτι.. object that.., Pl.R. 490c.9. rarely c. acc., seize, τὰς Ἀθήνας (leg. λήψονται) Lycurg.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλαμβάνω
-
4 επιλαμβανω
(fut. ἐπιλήψομαι, aor. 2 ἐπέλαβον)1) (сверх чего-л.) брать, получать2) (после чего-л.) брать, пробовать(μικρὸν οἰνάριον Plut.)
3) med. хватать(ся), схватывать(ся), ухватывать(ся)(τῶν ἀφλάστων νηός Her.; τὼν νεῶν Thuc.; τῆς ἴτυός τινος Xen.; τῆς χειρός τινος τῇ δεξιᾶ Plat.; τῶν τριχῶν Aeschin.; ἀλλήλων ταῖς χερσί Plut.)
ἐπιλαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων Her. — ухватившись за дверные кольца;ἐπιλαβέσθαι τινὸς λόγου NT. — поймать кого-л. на слове4) тж. med. захватывать, занимать(τόπον τινά Arst., Plut.; med. τῶν ὀρῶν Plut.)
ἐπιλαβέσθαι τι τῶν τῆς πόλεως Plat. — присвоить себе что-л. из государственного имущества;ἐπιλαβέσθαι δασέος Arst. — войти в густые заросли5) (быстро) проходить(πολὺν χῶρον Theocr.)
6) зажимать, затыкать, закрывать(τέν ῥῖνα Arph.; τοῖς ἐπικαλύμμασιν, sc. τοὺς πόρους Arst.; τὸν αὐλίσκον Polyb.)
ἐπιλαμβάνεσθαι τῶν ὀφθαλμῶν Arst. — закрывать себе глаза7) тж. med. удерживать, задерживатьἐ. τὸ ὕδωρ Lys., Isae.; — остановить воду (в водяных часах на время, свидетельских показаний или чтения документов, что не входило в регламент судебного оратора):
νυκτὸς ἐπιλαβούσης τὸ ἔργον Thuc. — когда ночь приостановила битву (ср. 8);ἐ. τι τῆς ὀπίσω ὁδοῦ Her. — преграждать чему-л. движение назад;μέ ἐπιλαμβάνου Eur. — не удерживай (меня);ὀργῆς ἐπιλαβέσθαι Plut. — подавить (свой) гнев;τῆς τύχης ἄνω φερομένης ἐπιλαβέσθαι Plut. — помешать росту своего собственного благополучия8) ( во времени) надвигаться, наступать(ταχὺ ἐπιλαβὸν γῆρας Plat.; νυκτὸς ἐπιλαβούσης Diod.; ὅταν ἐπιλαμβάνῃ τὸ θέρος Arst.)
9) тж. med. совершать нападение или набег, нападатьἐπελάβοντο Κορινθίων ἀναχωρούντων Xen. — (лакедемоняне) атаковали возвращавшихся коринфян;οὐκ ἔχων ὅπῃ ἐπιλάβοιτο Xen. — не имея, к чему придраться10) редко med. охватывать, настигать, овладевать, поражатьδὴς τὸν αὐτὸν οὐκ ἐπελάμβανεν Thuc. — (эта болезнь) не поражала дважды одного и того же (человека);οὐχ ἥδε γὰρ τοιᾷδ΄ ἐπείληπται νόσῳ ; Soph. — да разве она не страдает подобным же недугом?;τέν αἴσθησιν ἐπιληφθείς Plut. — лишившийся чувств;ἥ ἱππομανία πολλῶν ἐπείληπται Luc. — многих охватила страсть к конному спорту11) захватывать врасплох, застигатьἐδεδοίκεσαν μέ σφῶν χειμὼν τέν φυλακέν ἐπιλάβοι Thuc. — (в Афинах) боялись, как бы зима не застигла их гарнизон
12) med. ( в речи) перебивать, прерыватьἐπιλαμβάνου ἐμοῦ, ἐάν τί σοι δοκῶ μέ καλῶς λέγειν Plat. — перебивай меня, если тебе покажется, что я говорю что-л. неправильно
13) med. захватывать, арестовывать(τινος Dem.)
14) med., юр. требовать, оспаривать, заявлять претензию(κτήματος Plat.)
15) med. возражать, протестовать(τοῦ ψηφίσματος Xen.; τῶν εἰρημένων Plut.)
16) med. достигать, обретать, получать(γαλήνης Plat.; ζωῆς αἰωνίου NT.)
νεοχμόν τι ποιέειν δυνάμιος ἐ. Her. — получить возможность совершить какой-л. переворот;ἐ. τινος τῷ τῆς διανοίας λογισμῷ Plat. — постигать что-л. силой размышления;τῆς ἐρημίας ἐπειλημμένοι Dem. — достигшие одиночества, т.е. освободившиеся от соперников17) med. достигать, доживатьἔτη τοῦ πολέμου ἐπέλαβεν ὀκτὼ καὴ ἔνατον ἐκ μέσου, ὅτε ἐπεφεύγει Thuc. — (Хрисид) бежал в середине девятого года войны;
ἀποθνῄσκει ἡμέρας ἑπτακαίδεκα τῆς ἑβδόμης ὑπατείας ἐπιλαβών Plut. — (Марий) умер на семнадцатый день (своего) седьмого консульства18) med. брать на себя, предпринимать, приниматься (за что-л)ἄλλης πολιτείας ἐ. Plat. — заняться рассмотрением другого государственного строя -
5 βιβλίον
A strip of βύβλος, Thphr.HP4.8.4: hence, paper, document, Hdt.1.123, 3.128, Ar.Av. 974, etc.;τὸ β. τοῦ ψηφίσματος IG22.1.61
; β. ἀποστασίου notice of divorce, Ev.Matt.19.7.2 = βιβλίδιον, petition to the Government, = Lat. libellus, BGU 422 (ii A. D.), POxy.86.16 (iv A. D.), etc.3 τὰ β. place in which books are kept, library,ἀνεθήκατε εἰς τὰ β. D.Chr.37.8
.4 τὰ β. τὰ ἅγια the sacred books or Scriptures, LXX 1 Ma.12.9; τὰ β. τοῦ νόμου ib.1.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβλίον
-
6 ἀλαζονεία
ἀλαζονεία, ἡ, das Wesen u. Betragen des ἀλαζών, Prahlerei, Betrügerei, nach Plat. Def. ἕξις προςποιητικὴ ἀγαϑῶν μὴ ὑπαρχόντων; vgl. Theophr. Ch. 23; Arist. rhet. 1, 6 τὸ ἀλλότρια ἑαυτοῦ φάσκειν ἀλαζονείας; Aesch. ἀλαζονεία καὶ κόμπος τοῦ ψηφίσματος 3, 237; vgl. 101; im plur. ἀλαζονείαις χρῆσϑαι Isocr. 12, 20; Plat. verb. es mit ὕβρις Phaedr. 253 e; mit ψεῦδος Gorg. 525 a; auch von Saiten, die zu stark ansprechen, ἐξάρνησις καὶ ἀλ. χορδῶν Rep. VII, 531 b; dgl. Ar. Equ. 900 Ran. 917; öfter Pol. u. Sp.
-
7 ὑπο-δύω
ὑπο-δύω (s. δύω), darunter ziehen, gew. med. mit aor. II. u. perf. act., = ὑποδύνω, unterziehen, unten anziehen, z. B. Schuhe, ὑπόδυϑι τὰς Λακωνικάς Ar. Vesp. 1158; ὑποδυσάμενος 1168; ὑποδύσασϑαι καττύματα 1160; untertauchen, hinunter schleichen, darunter gehen, sich bücken, τὸν μὲν ἔπειϑ' ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι φερέτην Il. 8, 332, nachdem sie sich gebückt und unter ihn gestellt hatten, um ihn aufzuheben und zu tragen, wie 13, 421; vgl. ὑποδύντε μάλ' ὦκα νεκρὸν ἀείραντες φέρετ' ἐκ πόνου 17, 717 (Luc. Demon. 61); ἥγ' ὑποδῦσα ϑαλάσσης εὐρέα κόλπον Od. 4, 435, nachdem sie untergetaucht war; vgl. Il. 18, 145; auch ὑπέδυ πέτραν, Plut. Thes. 6; τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806, vgl. 837; seltener c. dat., πᾶσιν δ' ἱμερόεις ὑπέδυ γόος Od. 10, 398, bei Allen schlich sich Trauer ein; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζεύγλην Her. 1, 31, wie übertr., ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων (ἡ κολακευτική) Plat. Gorg. 464 c; ὑπὸ κλίνην Dem. 22, 53; ὑποδύεται ὑπὸ λίϑῳ Jac. Scol. 15; auch ὑπό τινος, Ar. Vesp. 206; εἴς τι, Jac. Ach. Tat. p. 617. – Anders aber ist ϑάμνων ὑπεδύσετο Od. 6, 127, er tauchte darunter hervor, kam darunter hervor, wie übertr., κακῶν ὑποδύσεαι ἤδη 20, 53. – Dah. ohne Casus, sich einer Sache entziehen, sich davonmachen, flüchten, ὑποδύει παρὰ ταῦτα Dem. 25, 28, du schleichst dich daneben weg. – Uebertr. = sich einer Sache unterziehen, bes. eine Arbeit, eine Mühe übernehmen, εἰ δὲ μὴ ἑκόντες ὑπέδυσαν τὸν πόλεμον Her. 4, 120; ἐϑελονταὶ ὑπέδυσαν ποινὴν τῖσαι Ξέρξῃ 7, 134; Xen. Oec. 14, 3; κίνδυνον Cyr. 1, 5, 12. 3, 3, 15; πῶς οὖν τοῦϑ' ὑπέδυ Dem. 24, 157; τὴν διὰ τοῦ ψηφίσματος αἰτίαν ὑποδύσεσϑαι, 23, 12; τὴν πρᾶξιν ὑποδύεσϑαι Pol. 2, 21, 9. – Dah. ὑποδύεσϑαί τινα, sich bei Einem einschmeicheln oder ihm listig beizukommen suchen, ἀλλά μοι ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη δολερᾶς ὑπέδυ φρενός Soph. Phil. 1099; προςωπεῖον ὑποδῠναι, unter eine Larve kriechen, eine Larve annehmen, Sp.; auch gradezu τὸν Ἀριστοφάνη ὑποδέδυκας, Luc. adv. ind. 27. – Ὀφϑαλμοὶ ὑποδεδυκότες, eingefallene Augen, Luc. Tim. 17.
-
8 διώκω
A- ξω Sapph.1.21
, Pi.O.3.45, X.Cyr.6.3.13 (s. v. l.), An.1.4.8, D.38.16 codd.; but (and Elmsl. restored διώξει for - εις in Eq. 969, Nu. 1296, Th. 1224), Pl.Tht. 168a: [tense] aor. ἐδίωξα: [tense] aor. 2 ἐδιώκαθον (v. διωκάθω): [tense] pf.δεδίωχα Hyp.Lyc.16
:—[voice] Med. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.διωχθήσομαι D.S.19.95
, Polyaen.2.13; but διώξομαι in pass. sense, LXXAm.2.16, D.H.3.20: [tense] aor.ἐδιώχθην Hdt.5.73
, Antipho 2.1.3, 6, ([etym.] ἐπ-, κατ-) Th.3.69, 3.4: [tense] pf.δεδίωγμαι Ev.Matt.5.10
: (cf. (Corinthian vase); v. δίω):—cause to run, set in quick motion, opp. φεύγω:1 pursue, chase, in war or hunting,φεύγοντα διώκειν Il.22.199
, etc.: abs., , cf. Hdt.9.11:—[voice] Med., διώκεσθαί τινα πεδίοιο, δόμοιο, chase one over or across.., Il.21.602, Od.18.8.b c. acc. pers., of a lover, Sapph. l. c.; follow, X.HG1.1.13;τοὺς εὐγνώμονας Id.Mem.2.8.6
;δ. καὶ φιλεῖν τινα Pl.Tht. 168a
, cf. Ev.Luc.17.23.2 pursue an object, seek after,ἀκίχητα διώκειν Il.17.75
;σὸν μόρον δ. S.Aj. 997
;τιμὰς δ. Th.2.63
; ἡδονήν, τὸ ἀγαθὸν καὶ καλόν, Pl.Phdr. 251a, Grg. 480c; ἀλήθειαν ib. 482e;δικαιοσύνην Ep.Rom.9.30
;λαθραίαν Κύπριν Eub. 67.9
: prov.,τὰ πετόμενα δ. Arist.Metaph. 1009b38
;κατὰ σκοπὸν δ. Ep.Phil.3.14
; of plants, δ. τοὺς ξηροὺς τόπους seek them, Thphr. HP1.4.2; δ. τὰ συμβάντα or τὸ συμβαῖνον follow or wait for the event, D.4.39, 10.21:—[voice] Med.,διώκεσθαι τὸ πλέον ἔχειν D.H.1.87
(s. v. l.); μοῖρα διωξαμένη [αὐτούς] IG5(1).1355 ([place name] Messenia).3 pursue an argument,τὴν ἐναντίωσιν Pl.R. 454a
; also, describe,ὕμνῳ ἀρετάς Pi.I.4(3).21
;τὴν Ἡρακλέους παίδευσιν X.Mem.2.1.34
; recite,λόγον PMag.Par.1.958
, cf. 335 ([voice] Pass.).II drive or chase away, διώκω οὔτιν' ἔγωγε I don't force any one away, Od.18.409;ἐκ γῆς Hdt.9.77
; banish, Id.5.92.έ: metaph., διώκεις μ' ᾗ μάλιστ' ἐγὼ σφάλην you push or press me.., E.Supp. 156.III of the wind, drive a ship, Od.5.332; of rowers, impel, speed on her way, ῥίμφα διώκοντες (sc. τὴν νῆα) 12.182;νηῦς ῥίμφα διωκομένη 13.162
; Συριηγενὲς ἅρμα διώκων driving it, Orac. ap. Hdt.7.140, cf. A.Pers.84;ἄτρυτον δ. πόδα Id.Eu. 403
, cf. Th. 371.2 seemingly intr., drive, drive on, Il.23.344, 424; gallop, run, etc., dub. in A.Th.91 (lyr.);ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον X.An.7.2.20
; on the march,Plu.
Caes.17: c. acc. spatii, .3 urge, impel,βέλος χερί Pi.I.8(7).35
;φόρμιγγα πλάκτρῳ Id.N.5.24
; esp. of music, δ. μοῦσαν Pratin.Lyr.5;δ. μέλος Simon. 29
:—[voice] Pass.,ὑφ' ἡδονῆς διώκομαι.. σὺν τάχει μολεῖν S.El. 871
.4 of work, urge on, carry forward,σκαφήτρους PFay.112.2
(i A. D.).5 [tense] pf. part. [voice] Pass. δεδιωγμένος hurried, rapid,σφυγμοί Aret.SA2.8
.IV as law-term, prosecute, ὁ διώκων the prosecutor, opp. ὁ φεύγων, the defendant, Hdt.6.82 (pl.), A.Eu. 583, etc.; ὁ διώκων τοῦ ψηφίσματος τὸ λέγειν .., he who impeaches the clause in the decree.., D.18.59;γραφὰς δ. Antipho 2.1.5
;γραφὴν δ. τινά
indict,D.
59.69;δ. εἰσαγγελίαν Hyp.Eux.9
;δ. τινὰ περὶ θανάτου X.HG7.3.6
: c. gen. criminis, accuse of.., prosecute for..,δ. τινὰ τυραννίδος Hdt. 6.104
; ;παρανόμων And.1.22
, cf.διωκάθειν; ψευδομαρτυρίων D.29.13
, etc.;δ. ἀπάτης εἵνεκεν Hdt.6.136
; φόνον τινὸς δ. avenge another's murder, E.Or. 1534 (anap.), cf. Arist.Pol. 1269a2; δίκην δ. pursue one's rights at law, D.54.41;δίκας μὴ οὔσας δ. Lys. 32.2
: c. acc. et inf., accuse one of doing, App.BC4.50:—[voice] Pass.,ὁ διωκόμενος Antipho2.1.5
;θανάτου ὑπό τινος -εσθαι X.Ap.21
; with play on 1.1, Ar.Ach. 698 sq. -
9 κόμπος
κόμπος (A), ὁ,A din, clash, esp. such as is caused by the collision of two hard bodies, as when a boar whets his tusks,ὑπαὶ δέ τε κ. ὀδόντων γίγνεται Il.11.417
, 12.149; stamping of dancers' feet,πολὺς δ' ὑπὸ κ. ὀρώρει Od.8.380
; ringing of metal, E.Rh. 383 (anap., pl.).II metaph., boast, vaunt,ὁ κ. οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖ A.Th. 425
, cf. 473, Ag. 613;οὐ πεπλασμένος ὁ κ., ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος Id.Pr. 1031
; (anap.); κ. πάρεστι, i.e. I am proud of the deed, Id.Aj.96: rare in Prose and Com.,ὅρα μὴ μάτην κ. ὁ λόγος εἰρημένος ᾖ Hdt.7.103
;οὐ λόγων.. κ. τάδε, μᾶλλον ἤ ἔργων.. ἀλήθεια Th.2.41
;ἀλαζονεία καὶ κ. τοῦ ψηφίσματος Aeschin.3.237
;κ. κενοὶ ψοφοῦσιν Alex.25.9
; of rhetorical bombast, Epicur.Sent.Vat.45.2 rarely in good sense, praise, Pi.I.1.43, 5(4).24.------------------------------------κομπός (B), ὁ, -
10 στήλωσις
A recording on a tablet,τοῦ ψηφίσματος CIG3600.20
([place name] Ilium): practically = στήλη, LXX 2 Ki.18.18 (cod. A).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στήλωσις
-
11 εισηγησις
староатт. ἐσήγησις - εως ἥ1) введение, почин(τοῦ πράγματος Plut.)
ᾐτιῶντο τέν ἐσήγησιν τοῦ παντός Thuc. — они объявили, что (коринфяне) являются виновниками всего2) предложение, внесение(ψηφίσματος Plut.)
-
12 σπινθήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπινθήρ
См. также в других словарях:
Βοΐλας, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821, από την Κορώνη της Μεσσηνίας. Ο πατέρας του Βασίλειος πήρε μέρος στο κίνημα του Ορλόφ το 1770 και, μετά την αποτυχία του, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Ζάκυνθο. Ο Β., όταν μεγάλωσε, πήγε στις παραδουνάβιες ελληνικές… … Dictionary of Greek
στήλωσις — ώσεως, ἡ, Α [στηλῶ] 1. αναγραφή σε στήλη, σε πινακίδα («στήλωσις τοῡ ψηφίσματος», επιγρ.) 2. στήλη … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Ηλίας — (Γριζάτα Κεφαλονιάς 1814 – Αργοστόλι 1894). Πολιτικός, ηγέτης του ενωτικού αγώνα της Επτανήσου. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία, όπου παρακολουθούσε, παράλληλα, μαθήματα φυσικής και χημείας (έλαβε ενεργό μέρος στον ιταλικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα) … Dictionary of Greek
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
Μειδίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, είχε αναλάβει δάφορα αξιώματα και ήταν αντίπαλος του Δημοσθένη. Κάποτε φιλονίκησε με τον ρήτορα, τον γρονθοκόπησε και ο Δημοσθένης τον προσήγαγε σε… … Dictionary of Greek
διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… … Dictionary of Greek
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
ερετριακός — ή, ό και ερετρικός, ή, ό (AM ἐρετριακός, ή, όν και ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή 2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη» β) «ερετριακά αγγεία» αγγεία που προέρχονται από… … Dictionary of Greek
παρατρέπω — ΝΜΑ στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. αρχ. μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου… … Dictionary of Greek